![]() |
![]() |
Του Νίκου Κράλλη
Τον προσέγγισαν σαν... άγιο, σαν ιδιοφυή, σαν αγαθό, σαν ψυχοπαθή, σαν διαταραγμένο, σαν συναισθηματικά κακοποιημένο, σαν φωτισμένο. Ποτέ όμως σαν... κυνηγό!
Η μεγάλη καλλιτεχνική προσωπικότητα του προηγούμενου αιώνα, ο μεγάλος Τηνιακός γλύπτης Γιανούλης Χαλεπάς έζησε μια τραγική ζωή, αλλά παρά τη βαριά ασθένεια που βίωσε, εξαιρετικά παραγωγική...
Λίγοι γνωρίζουν ότι ο μεγάλος γλύπτης είναι αυτός που απεικόνισε, εκτός από τη διάσημη «κοιμωμένη» του που κοιμάται ανάλαφρα στο Πρώτο Νεκροταφείο, και τον λιγότερο διάσημο... «κυνηγό» του που ποζάρει με τουφέκι, σκύλο και λαγό[!] στην Εθνική Πινακοθήκη.
Αφορμή αυτού του άρθρου μου έδωσε η επίσκεψη σε μια ασθενή μου στο Κολωνάκι. Πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού, που η υπέργηρη ευγενής κυρία μου προσέφερε καφέ, πόζαρε ένα λεύκωμα με τίτλο:
«Γιανούλη Χαλεπά 142 ελεύθερα σχέδια».
Στο τέλος της επίσκεψης άνοιξα το βιβλίο και φαίνεται πως η... έκπληξή μου ήταν τόσο φανερή, που η ευγενής κυρία μου προσέφερε φεύγοντας, το λεύκωμα, ως δώρο.
Το λεύκωμα περιέχει μια μεγάλη σειρά σχεδίων του Χαλεπά σε κάρβουνο, κάποια εκ των οποίων, με θέμα τον... «κυνηγό». Το ένα από αυτά είναι αυτοπροσωπογραφία και παριστάνει τον Χαλεπά σε δύο στάσεις, όρθιο σαν να γεμίζει το εμπροσθογεμές όπλο του και σε στάση καρτεριού να σκοπεύει και να πυροβολεί .
Αναζητώντας περισσότερα για τον Χαλεπά, ζήτησα τη βοήθεια του αρχιτέκτονα, Γιώργου Αραμπατζή, βαθύ γνώστη του καλλιτεχνικού και κυνηγετικού χώρου. Η αντίδραση του Γιώργου, πάντα πρόθυμου να βοηθήσει, ήταν χαρακτηριστική:
«....Ωωω μον ντιε!!! Βεβαίως και ο Χαλεπάς ήταν κυνηγός!!!»
Μια μεγάλη συζήτηση ξεκίνησε μαζί του, με αποτέλεσμα ο Γιώργος να μου προσφέρει βιβλία και αποκόμματα της συλλογής του, με βιογραφικά στοιχεία και αναφορές της ζωής του μεγάλου γλύπτη.
Διάφοροι ειδικοί προσέγγισαν τον ταραγμένο βίο του καλλιτέχνη, για να εξηγήσουν τη δημιουργικότητά του μετά από τέτοια διαδρομή ζωής. Τον τοποθέτησαν δίπλα στον Λοτρέκ και τον Βαν Γκογκ, έγραψαν αναρίθμητες σελίδες, έδωσαν ιατρικές γνωματεύσεις, έφτιαξαν βιβλία, εκθέσεις, μονογραφίες, αναγνώρισαν το ταλέντο του και τη δημιουργικότητά του, χωρίς ποτέ να δώσουν μια εξήγηση που θα τον ενέτασσε σε «κάτι». Γεννήθηκε στον Πύργο της Τήνου, γύρω στο 1851. Ο πατέρας του, τεχνίτης στο μάρμαρο με μικρές οικονομικές δυνατότητες, τον έστειλε να μαθητεύσει στα κατάστιχα ενός μαγαζάτορα στη Σύρο. Ο Γιαννούλης το έσκαγε και έτρεχε να παρακολουθήσει τα σταμνάδικα και τους μαστόρους. Γυρίζει πίσω και μετά από ομηρικούς καβγάδες, ο πατέρας του είπε το ιστορικό: «Μα τι προκοπή μπορεί να έχει κανείς με τα μάρμαρα;», υποκύπτοντας όμως στην επιμονή του, αποφασίζει να τον στείλει στο «Σχολείο των Τεχνών» [πολυτεχνείο]. Μετακομίζουν οικογενειακά στην Αθήνα που εκείνο τον καιρό είναι πραγματικό εργοτάξιο, με μαρμαρογλυφεία, Τηνιακούς γλύπτες και καλλιτέχνες που δουλεύουν στην Ακαδημία και άλλα κτίρια που κτίζονται.
Ο νεαρός Χαλεπάς αποφοιτά από το Πολυτεχνείο, έχοντας εντυπωσιάσει τους καθηγητές του με το ταλέντο του και την ιδιοφυΐα του. Καταφέρνει μάλιστα να πάρει την υποτροφία του ιδρύματος Τήνου για τη Σχολή του Μονάχου, εκεί που σπούδασαν ο Λύτρας και ο Γύζης...
Θεωρήθηκε από τα μεγαλύτερα ταλέντα της εποχής του με διθυραμβικές κριτικές από τους καθηγητές του. Πρώτο του έργο στο Μόναχο, «το παραμύθι της πεντάμορφης». Η πριγκίπισσα δηλαδή που κοιμάται στον πύργο της εκατό χρόνια και ο κυνηγός πρίγκιπας που τη βρίσκει σε μια εξόρμηση και την ξυπνά με ένα φιλί.
Ο Χαλεπάς τελείωσε σπουδές επτά ετών σε μόλις τρία χρόνια... Το ίδρυμα της Τήνου, που του κάλυπτε την υποτροφία, του την αφαίρεσε για να την αποδώσει σε άλλον Τηνιακό σπουδαστή που επιθυμούσε να σπουδάσει μηχανικός. Τελείωσε τις σπουδές του βαθιά πικραμένος, μέσα σε απόλυτη φτώχεια, με τεράστιες δυσκολίες, με αδυναμία της οικογένειας να τον στηρίξει, αλλά και με λαμπρές κριτικές και διθυράμβους από διάσημους καθηγητές της Σχολής του Μονάχου.
Γυρίζει στην Τήνο για να ξεκουραστεί, αλλά και να κυνηγήσει τρυγόνια στα περάσματα με τον αδελφό του. Ερωτεύεται, απογοητεύεται, ζει για λίγο έντονα. Ολοι θυμούνται τον Χαλεπά της πρώτης περιόδου σαν εξαιρετικό τραγουδιστή, κολυμβητή, χωρατατζή και κυρίως παθιασμένο και φανατικό κυνηγό.
Η ασθένειά του άρχισε να εκδηλώνεται με επαναλαμβανόμενες νευρικές κρίσεις, όπου μόνο ο αδελφός του καταφέρνει να τον ηρεμεί και να τον χαλαρώνει πηγαίνοντάς τον κυνήγι.
Η ασθένεια επιδεινώνεται, δουλεύει ακατάπαυστα, κλείνεται όλο και περισσότερο στη θλίψη του. Η διαρκώς επιδεινούμενη κατάστασή του, τον οδηγεί το 1888 στο «φρενοκομείο» της Κέρκυρας. Μένει εκεί μέχρι το 1902. Βγαίνει ένα ήρεμο ράκος και καταλήγει στην Τήνο όπου ζει άλλα δεκατέσσερα χρόνια σε κατάσταση πλήρους απόσυρσης, κατάθλιψης, φτώχειας και απομόνωσης. Επιβιώνει μόνο χάρη σε ελάχιστα χρήματα από κάποιους φιλότεχνους, που δεν ξεχνούν ποτέ τον Γιαννούλη και το λαμπρό ταλέντο του.
Και τότε, το 1916, με τον θάνατο της μητέρας του... «έληξε η μακρόχρονη διαρκής σιωπηλή και αμείλικτη μάχη ανάμεσα στη «λογική» και καταπιεστική μητέρα του και έναν καλλιτεχνικά διψασμένο και ψυχιατρικά παθημένο καλλιτέχνη»... έγραψε ο ψυχίατρος Παπαδημητρίου.
Φαίνεται πως τόσο αρνητικά είχε επιδράσει η μητέρα του στην καλλιτεχνική του φύση που την ώρα που ετοίμαζαν τη νεκρή στο νεκροκρέβατό της, αυτός καθάριζε και περιποιόταν για πρώτη φορά, το παρατημένο και σκονισμένο εργαστήρι του.
Η φήμη ότι ο Χαλεπάς ξύπνησε από τον πνευματικό του λήθαργο έκανε αμέσως τον γύρο της Αθήνας.
Ο Θωμόπουλος, καθηγητής στο Πολυτεχνείο, ήταν αυτός που τον ξαναέφερε στο προσκήνιο και όλη η πνευματική ελίτ της εποχής πανηγύρισε το γεγονός της «νεκρανάστασής» του.
Μέσα σε ελάχιστα χρόνια ο γραφικός του χωριού, ο μπαρμπα-Γιαννούλης, ο περιθωριακός παρίας, ο αγαθός γεροντάκος που έβοσκε πρόβατα, έγινε πάλι ένα αξιοσέβαστο καλλιτεχνικό πρόσωπο, με ένα αδιάκοπο επισκεπτήριο καλλιτεχνών, ποιητών, συγγραφέων και δημοσιογράφων στο λιτό του εργαστήριο.
Το 1930 έρχεται πια στην Αθήνα, όπου και δουλεύει ακατάπαυστα με ρυθμό πυρετώδη, έως και τον θάνατό του το 1938.
Την εποχή του Χαλεπά δεν αποτελούσε ούτε είδηση ούτε ασυνήθιστο γεγονός να κυνηγά κάποιος που ζούσε στην επαρχία. Αυτός είναι ο λόγος που δεν έχουμε σημαντικά στοιχεία για την κυνηγετική δραστηριότητα του γλύπτη, αλλά μόνο μικρές αναφορές από όλους τους βιογράφους του. Εχουμε όμως την αυτοπροσωπογραφία του ως κυνηγό, τα σχέδιά του και τον «κυνηγό» του, που σήμερα βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη. Υπάρχει και δεύτερο άγαλμα-προτομή που αποδίδεται σε «νέο κυνηγό» αλλά με ερωτηματικό στην έκδοση του Καλλιγά.
Δεν ανήκω στον καλλιτεχνικό χώρο, ούτε έχω βλέψεις να κάνω καριέρα στο «καλλιτεχνικό» τμήμα του «Εθνους». Υπάρχουν πολλοί σοφοί, φωτισμένοι, ειδικοί και γνώστες που ασχολήθηκαν και θα ασχοληθούν με το φαινόμενο Χαλεπάς.
Εμένα μου αρκεί που ο μεγάλος καλλιτέχνης, ξυπνώντας από την πάθησή του, ονειρεύτηκε να κυνηγά τρυγόνια στο καρτέρι του και το σχεδίασε με απαράμιλλες γραμμές στο χαρτί. Μου αρκεί που το κυνήγι αποτέλεσε κίνητρο του ταλαιπωρημένου του μυαλού για δημιουργία, ανάμεσα σε αγγέλους, άγιους, γυμνά και μύθους. Μου αρκεί που τα περάσματα του Σεπτέμβρη έδωσαν όνειρα, ζωντάνια και ορμή στον καλλιτέχνη που βούλιαξε στα άδυτα της παθημένης ψυχής του και αναστήθηκε.
Τελευταίο και ατελείωτο έργο πριν τον θάνατό του,
η «Αρτεμη»...
(από το diananews.gr του Έθνους - Κυνήγι)